αλήθευμα

αλήθευμα
το правдивые слова, правдивая речь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλήθευμα" в других словарях:

  • αλήθευμα — το (Α ἀλήθευμα) [ἀληθεύω] 1. ο αληθινός, όχι πλαστός ή ψεύτικος λόγος, η αλήθεια 2. αυτό που υπάρχει πραγματικά, η πραγματικότητα …   Dictionary of Greek

  • αληθεύω — (Α ἀληθεύω) (για πράγματα, καταστάσεις ή γεγονότα) είμαι ή αποδεικνύομαι αληθινός, επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι νεοελλ. (απροσώπως) αληθεύει είναι αληθές, είναι πραγματικό αρχ. 1. μιλώ, λέω την αλήθεια 2. προλέγω σωστά 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»